ηλεκτραγωγός, -ός, -ό

ηλεκτραγωγός, -ός, -ό
1. καλός αγωγός του ηλεκτρισμού: Τα μέταλλα είναι ηλεκτραγωγά σώματα.
2. ουσ., καλώδιο, σύρμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτραγωγός — ό αυτός διά μέσου τού οποίου διέρχεται εύκολα ο ηλεκτρισμός, ο ευηλεκτραγωγός, ο καλός αγωγός τού ηλεκτρισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. electrical conductor < electrical «ηλεκτρικός» + conductor «αγωγός». Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

  • ευηλεκτραγωγός — ό αυτός από τη μάζα τού οποίου διέρχεται εύκολα ο ηλεκτρισμός, ο καλός αγωγός τού ηλεκτρισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ηλεκτραγωγός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”